Αμφιλόχιος, Μητροπολίτης Κισάμου και Σελίνου
Η ενθρόνιση δεν είναι άνοδος σε θρόνο εξουσίας αλλά είσοδος σε ιερό ύψιστης διακονίας. Γνωρίζοντας το βάρος και τις ευθύνες που κληρονομεί ως μητροπολίτης Κισάμου και Σελίνου ο σεβασμιότατος Αμφιλόχιος μιλά στην Χ.τ.Κ για τους στόχους και τις προτεραιότητες του για τον ρόλο της γυναίκας στην εκκλησία σήμερα, αλλά και για τους νέους ανθρώπους για τους οποίους όπως τονίζει « στα ανήσυχα μάτια τους, αντικρίζει το μέλλον αυτού του τόπου.» Σεβασμιότατε, ποία είναι τα συναισθήματα σας, έπειτα από την ανάληψη των καθηκόντων σας ως μητροπολίτης Κισάμου και Σελίνου; Οι εσωτερικές και καθοριστικές ώρες μας δεν βγαίνουν εύκολα «έρκους οδόντων», κατά πως λέει και ο Όμηρος. Όχι γιατί φοβόμαστε να ανοίξουμε την ψυχή μας αλλά γιατί θα πρέπει να περιγράψουμε σαν αρθρωμένο αυτό που εντός μας πολλές φορές δεν είναι παρά μόνον σπάσματα κι ερωτήματα που μήτε να τα κοιτάξεις είναι εύκολο. Εισήλθα προ δύο μηνών σχεδόν στο ιερό της Αρχιερωσύνης, στο ιερό της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας της Κρήτης, στο ιερό της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας και το απόγευμα της 13ης Νοεμβρίου, ημέρα Κυριακή, εισήλθα ως ο νέος Επίσκοπος Κισάμου και Σελίνου, στο ιερό αυτής της Θεοσώστου Μητροπόλεως και Επαρχίας. Αισθάνθηκα και αισθάνομαι πως στο σημείο αυτό της προσωπικής μου ιστορίας δεν με κάλεσε ο Θεός να διορθώσω τους άλλους, αλλά να αλλάξω τη ζωή μου, να μεταμορφώσω την λογική μου, να γεννήσω τον καινούργιο μου εαυτό, να ανιχνεύσω την νέα μου κλήση. Στην πραγματικότητα η ενθρόνιση δεν είναι άνοδος σε θρόνο εξουσίας αλλά είσοδος σε ιερό ύψιστης διακονίας. Ο επίσκοπος ίσταται «εις τύπον Χριστού». Τύπος του είναι ο Εσταυρωμένος Χριστός και τόπος του ο Γολγοθάς. Θρόνος λοιπόν του επισκόπου είναι ο Σταυρός και τιμή και ενθρόνιση του η σταύρωση, η θυσία, η άσκηση, ο σταυρός της αγάπης και όχι ο Γολγοθάς της αδικίας. Επίσκοπος σημαίνει όχι ότι δίνεις πολλά, αλλά ότι δεν κρατάς για τον εαυτό σου τίποτα, προσφέρεσαι ολόκληρος, ολότελα, σε όλους, κατά πάντα και για πάντα, για να είσαι «όλος ιερωμένος Θεώ». Από την ημέρα της ενθρονίσεως μου αισθάνομαι ότι κλήθηκα να ιερουργήσω στα θυσιαστήρια των ψυχών χιλιάδων ανθρώπων που μου εμπιστεύεται η αγάπη του Θεού και η βούληση της Εκκλησίας. Χαίρομαι που η σοφία του Θεού με καθιστά τον πιο στενό συγγενή του λαού του Θεού για να μοιραστώ μαζί με τα ευλογημένα παιδιά των επαρχιών μας Κισάμου και Σελίνου ό,τι έχω και ό,τι είμαι προσδοκώντας να καταθέσουν στην τράπεζα της ευλογημένης αυτής σχέσης ό,τι θέλουν. Αναλαμβάνετε δύσκολο έργο διαδεχόμενος τον Σεβασμιότατο Ειρηναίο. Ποίες θα είναι οι προτεραιότητες σας; Είπα και στον ενθρονιστήριο λόγο μου ότι έχω συνείδηση της σοβαρής, πρότυπης και δυναμικής ποιμαντορίας που κληρονομώ, αυτής που ως ιερής παρακαταθήκης μου παρέδωσε ο Πολυσέβαστος Γέροντας Μητροπολίτης πρ. Κισάμου και Σελίνου Ειρηναίος. Καρποί ώριμοι στα βαρυφορτωμένα κλαδιά, τα στάχυα μεστωμένα, η γη ποτισμένη, οι ψυχές αναπαυμένες, η σοδειά πλούσια που την κρατώ στα χέρια μου σαν πολύτιμο μαργαρίτη, ακριβό θησαυρό. Θεμέλιο λοιπόν της διακονίας μου είναι η ευχή του και ο σεβασμός μου προς το σεπτό πρόσωπο του. Νιώθω ότι αποστολή μου δεν είναι να επέμβω αδιάκριτα στο έργο του, αλλά να σεβαστώ το πνεύμα του. Για τούτο και όπως σημείωσα δεν μαστίζομαι από εμπνεύσεις, δεν επιδιώκω πρωτοτυπίες, δεν είμαι ανακαινιστής, ούτε άπληστος για αλλαγές. Ότι με φωτίσει ο Θεός. Σε ότι με οδηγήσουν οι προσευχές του λαού και οι δικές πνευματικές και όχι μόνο ανάγκες. Εξάλλου, νομίζω, καλύτερα γι΄ αυτά είναι να μιλήσουν άλλοι αργότερα. Κι ακόμα καλύτερα, εύχομαι και προσεύχομαι, όσα θα γίνουν ας είναι για την ενώπιον του θρόνου του Δικαιοκρίτου Κυρίου μας κότινος δόξης και όχι πέτρα που θα με βυθίσει στην άβυσσο της ανυπαρξίας των προσώπων. Πως θα αντιμετωπίσετε στο πλαίσιο του εφικτού, την ερημοποίηση της υπαίθρου που ουσιαστικά προκαλεί νέα προβλήματα και «διώχνει» τους νέους από τις εστίες τους; Είναι γεγονός πως η ύπαιθρος βιώνει μία σκληρή πραγματικότητα, αυτής της ερημώσεως και της εγκαταλείψεως της πατρώας γης που ολοένα και περισσότερο, καθώς περνούν τα χρόνια, γίνεται όλο και πιο απειλητική. Η μετανάστευση και αστυφιλία, των οποίων τα αίτια είναι νομίζω σε όλους γνωστά, έχουν ως συνέπεια τον μαρασμό της υπαίθρου. Κλειστά σχολειά, βουβές πλατείες, έρημα σπίτια, μισογκρεμισμένες βρύσες και εκκλησιές συνθέτουν ένα σκηνικό που προκαλεί μελαγχολία και έντονο προβληματισμό. Και τώρα τι; Ποιος και πως θα μπορέσει να αναστήσει και να ξαναδώσει ζωή σ΄ αυτούς τους τόπους, τα όμορφα και ευλογημένα χωρία μας, που δεν υπήρξαν μόνον εστίες ζωής, αλλά και εστίες και κοιτίδες πολιτισμού, μόρφωσης των ανθρώπων τους για την αιωνιότητα; Δεν ξέρω πόσο αισιόδοξοι μπορεί να είμαστε σήμερα μπροστά σ΄ αυτή την πραγματικότητα. Αισθάνομαι όμως πως χρέος και ευθύνη μας είναι να στηρίξομε και να συμπαρασταθούμε σε όλους όσους, ηρωικά και σθεναρά, κόντρα στο ρεύμα και το πνεύμα των καιρών μας, κρατούν ανοικτά τα σπίτια των πατέρων και παππούδων τους και καλλιεργώντας την γη προς το ζήν, με την τίμια εργασία των ο ιδρώτας του προσώπου τους γίνεται μύρο αγιαστικό που πηγάζει από τις καρδιές τους και ευωδιάζει προς όλα τα σημεία του ορίζοντα. Σε κάποια άλλη περιοχή της Ελλάδος η Εκκλησία ανάμεσα σε άλλα κίνητρα παραμονής στην ύπαιθρο καθιέρωσε και επίδομα για κάθε νέα οικογένεια που αποφάσιζε να εγκατασταθεί σε τόπους και χωριά με έντονη την απειλή της ερημώσεως. Ευχή μας είναι να αποκτήσουμε κι΄ εμείς την δυνατότητα να δίδουμε κίνητρα και ευκαιρίες που να υποστηρίζουν όχι μόνο την παραμονή των ήδη εγκατεστημένων νέων μας στην πατρώα γη, τις ρίζες, αλλά και να δημιουργηθούν νέες εστίες ζωής. Με αφορμή την παρουσία της Τίμιας Ζώνης στα Χανιά, ποίος είναι ο ρόλος της γυναίκας στην κοινωνία σήμερα; Ο τόπος μας, η πόλις των Χανίων και η Κρήτη ολόκληρη δέχθηκε τις προηγούμενες μέρες μια μεγάλη ευλογία, αυτήν της παρουσίας της Τιμίας Ζώνης της Θεοτόκου, η οποία ευλόγησε και παραμύθησε όχι μόνον τις χιλιάδες του κόσμου που απ΄ όλη την Κρήτη προσήλθαν να προσκυνήσουν αλλά ολόκληρο το νησί μας. Η Παναγία, εκ της Οποίας η Τιμία Ζώνη είναι το μόνο ιερό κειμήλιο που διασώζεται, υπήρξε στην ιστορία του ανθρωπίνου γένους η «νέα εύα» η οποία δια της ελεύθερης θελήσεως Της, το ναι, που είπε στην πρόσκληση του Θεού, «ιδού η δούλη Κυρίου γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. 1,38), γεφύρωσε το χάσμα, το κενό, μεταξύ ουρανού και γής. Χάσμα και κενό που η ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου, το όχι που είχε πει στον Θεό, αγεφύρωτα άνοιξε με την τραγικότερη συνέπεια για τον άνθρωπο, αυτήν όχι της αδυναμίας υπέρβασης του θανάτου, όπως πολλοί λανθασμένα νομίζουν, αλλά της δημιουργίας και εισόδου του θανάτου στο γένος των ανθρώπων. Για τούτο και τιμάται ως η έχουσα τα «δευτερεία της Αγίας Τριάδος», όπως λέμε στην γλώσσα της Θεολογίας. Ποια η θέση – ρόλος της γυναίκας στην κοινωνία σήμερα; Και πάλι η ιστορία της ανθρωπότητας μας διδάσκει πως η γυναίκα στην προ Χριστού εποχή ήταν ένα πράγμα –res- αντικείμενο ηδονής και αναπαραγωγής, χωρίς καμιά αξία. Ο Χριστός έρχεται και δίδει στην γυναίκα την θέση που της αρμόζει στην κοινωνία ως πρόσωπο, «εικόνα Θεού», αφού στην μετά-Χριστιανισμό εποχή «ουκ ένι Ιουδαίος, ουδέ Έλλην, ουκ ένι άρσεν και θήλυ» (Γαλ. 3,28). Απ΄ την δεκαετία του εξήντα και μετά δημιουργήθηκαν διάφορα κινήματα, με ποικίλες μορφές και σχήματα, που είχαν ως στόχο την, όπως αποκαλούσαν και αποκαλούν, απελευθέρωση και ισότητα της γυναίκας. Και βέβαια σε ό,τι έχει να κάνει με κοινωνικές αδικίες - διακρίσεις που ανθρώπινα σχήματα και συστήματα κατά καιρούς επιβάλουν ανάμεσα στα δύο φύλλα, συνέβαλαν θετικά. Όμως εδώ υπάρχει νομίζω μία σύγχυση. Σε κάποιες, αρκετές περιπτώσεις, η ισότητα εκφράστηκε ως ισοπέδωση των ιδιαιτεροτήτων της γυναίκας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την προσπάθεια επιβολής και κυριαρχίας προς το άλλο φύλλο, το οποίο και θεωρήθηκε ως απειλή. Και εδώ νομίζω υπάρχει το πρόβλημα. Διότι όταν διαταράσσεται η ιδιαιτερότητα των δύο φύλλων, τότε μιλούμε για βίαιη επέμβαση στην ανθρώπινη φύση με απρόβλεπτες καταστροφικές συνέπειες. Για τούτο και η Εκκλησία δεν μιλεί για ισότητα αλλά για ισοτιμία με σεβασμό στις ιδιαιτερότητες του κάθε φύλλου. Όταν η γυναίκα παύει να είναι «ιέρεια» και «συνδημιουργός» φέρνοντας την ζωή στον κόσμο (μητρότητα) και συνθλίβει αυτή την μέγιστη και ύψιστη αποστολή της στον βωμό της «ισότητας», τότε νομίζω έχομε διατάραξη της ισορροπίας της φύσεως της. Διερωτώμαι πολλές φορές. Υπάρχει άραγε μεγαλύτερη, σπουδαιότερη και διαχρονικότερη αποστολή για την γυναίκα από το να τρέφει, να γαλουχεί και να μορφώνει με το μητρικό της γάλα, την πίστη της και την ευλάβεια της, την κοινωνία και τον κόσμον όλο, αφού όπως λέγει και ένας μεγάλος παιδαγωγός αυτό το χέρι, το χέρι της μάνας που κουνά την κούνια, κρατά στα χέρια του τον κόσμο όλο; Πόσο δύσκολο είναι η εκκλησία να προσελκύσει τους νέους κοντά της, και με ποίο τρόπο μπορεί να το επιτύχει; Απευθυνόμενος προς τα νιάτα των επαρχιών μας κατά την ημέρα της ενθρονίσεως μου είχα πει και επαναλαμβάνω αυτό που από καρδιάς πιστεύω: « … γνωρίζω τα αδιέξοδα με τα οποία έρχεται αντιμέτωπη η νεολαία μας… τα παιδιά αυτά διψούν για μια άλλη ζωή… για τούτο και αισθάνομαι έντονη την ανάγκη να τους κοιτάξω, να σας κοιτάξω στα μάτια νέοι και νέες του τόπου μας και να σας πω με ανιδιοτελή και ανυπόκριτη αγάπη: παιδιά μου και αδέλφια μου, σας καμαρώνω και προσεύχομαι ιδιαιτέρως για σας με όλη μου την δύναμη. Στα σπινθηροβόλα και ανήσυχα μάτια σας αντικρίζω το μέλλον αυτού του τόπου. Στις εντάσεις και τις απορίες σας διαβλέπω την αναζήτηση της αλήθειας. Στις οργισμένες φωνές σας ακούω τους άνομους συμβιβασμούς μας και τα εξοργιστικά μας λάθη που σας πληγώνουν. Στις πτώσεις σας στη ζωή, την απόρριψη των υποκρισιών και των ανομιών μας… Προσπεράστε τα λάθη και τις μικρότητες μας με γενναιοφροσύνη, προσπεράστε και εμάς αν θέλετε, όταν δεν αξίζουμε της αγάπης και της παραδοχής σας, αλλά ποτέ, σας παρακαλώ, ποτέ μην προσπεράσετε τον Χριστό… Μαζί θα προχωρήσουμε, μαζί θα παλέψουμε. Δώστε μου τα χέρια σας, πάρτε την καρδιά μου…». Νομίζω πως οι νέοι και οι νέες μας έχουν απογοητευτεί από τις ατελείωτες υποσχέσεις και τα παχιά μας λόγια τα οποία σε πολλές περιπτώσεις έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τη βιωτή και τα έργα μας. Αναζητούν το αυθεντικό, το αληθινό, το γνήσιο, όχι το φθιασιδωμένο, το τεχνητό, το πλαστό. Και όταν δεν το βρίσκουν, απογοητευμένοι καταφεύγουν σε… λύσεις-διέξοδα, «τεχνητών παραδείσων», σε κόσμους αισθήσεων και παραισθήσεων που στην πραγματικότητα είναι εγκλωβισμός σε αδιέξοδα και αυτοκαταστροφή. Για τούτο και οφείλομε να είμαστε αληθινοί μαζί τους, αυθεντικοί. Και δεν εννοώ να μιλούμε μόνον για την αλήθεια που είναι οδός και ζωή, δηλ. το Χριστό, αλλά σε ότι έχει να κάνει με τις καθημερινές αγωνίες και ανησυχίες τους. Μια αλήθεια που δεν θα είναι μισή, δεν θα χαϊδεύει, δεν θα κολακεύει, δεν θα αποβλέπει σε τίποτα παρά μόνο στην σωτηρία τους. Και όσο πιο αληθινοί είμαστε μαζί τους, τόσο περισσότερο θα εμπιστεύονται τον Χριστό και την Εκκλησία Του. Και όσο περισσότερο εμπιστεύονται τον Χριστό και την Εκκλησία Του, τόσο θα ανακαλύπτουν το αληθινό νόημα της ζωής και θα μπορούν ακόμα και όταν, λαβωμένοι και προδομένοι από τις δικές μας αμαρτίες, να αντλούν δύναμη και ζωή από το μόνο αληθινό και αιώνιο πρότυπο ζωής, τον Χριστό. Διαπιστώνετε με αφορμή τα τελευταία γεγονότα στον χώρο της εκκλησίας δυσπιστία του ποιμνίου στους ιερείς; Δόξα τω Θεώ που η αγιαστική και λυτρωτική χάρις των μυστηρίων του Θεού λειτουργεί πέρα και πάνω από τα πρόσωπα και τις όποιες ατέλειες τους. Εξάλλου ας μην λησμονούμε ότι και οι ιερείς άνθρωποι είναι που αγωνίζονται να κάνουν, με την βοήθεια του Θεού, τις δικές τους υπερβάσεις και αναβάσεις, χωρίς αυτό να δικαιολογεί όποια πιθανή ανθρώπινη αδυναμία. Νομίζω πως οι συνειδητοί Χριστιανοί δεν εγκλωβίζονται σε τέτοια διλήμματα, από την άλλη μεριά όμως θεωρώ πως υπάρχουν και αρκετοί οι οποίοι για να αναπαύσουν - κοιμίσουν την συνείδηση τους, βρίσκουν ως δικαιολογία όλα όσα λέχθηκαν και ακούστηκαν καλύπτοντας έτσι τις δικές τους ατέλειες και αδυναμίες. Η εμπειρία των τελευταίων ημερών στον τόπο μας με τις χιλιάδες του κόσμου που συνέρευσαν να προσκυνήσουν την Τίμια Ζώνη της Παναγίας, ακράδαντη απόδειξη της βαθιά ριζωμένης πίστης του λαού μας, τόσο δυνατής και γνήσιας που είναι αδύναμη και ανίκανη κάθε ανθρώπινη ατέλεια, λάθος και αδυναμία να καλύψει και να αμαυρώσει. Με αυτόν τον τρόπο λειτουργεί μυστικά και αθόρυβα στην ψυχή και την ύπαρξη του πιστού το μυστήριο και η χάρις του Θεού. Μέσα από τον άνθρωπο, ιερέα, χωρίς όμως να αλλοιώνεται - επηρεάζεται από την αξία, ικανότητα ή ακόμα και πιθανή ανικανότητα του. Ποία είναι η αποστολή της εκκλησίας σήμερα; Κάθε φορά που η Εκκλησία ηθέλησε ή προσπάθησε να ταυτιστεί με το.. «σήμερα» της εποχής της κινδύνευσε να χάσει τον σκοπό υπάρξεως της, αφού η εκκοσμίκευση ερχόταν ως απειλή και κίνδυνος αλλοίωσης και αλλοτρίωσης της. Αφού ο Χριστός είναι «ο Αυτός εις τους αιώνας», η αποστολή και ο σκοπός υπάρξεως της Εκκλησίας δεν μπορεί να διαφοροποιείται από εποχή σε εποχή. Σαφώς και τα μέσα-τρόποι επίτευξης του σκοπού-στόχου διαφέρουν από καιρό εις καιρόν, όχι όμως η αποστολή. Και ποια η αποστολή της; «Ο πιστεύων εις εμέ καν αποθάνει ζήσεται». Η Εκκλησία οφείλει να μην δεσμεύει τους ανθρώπους με «βαρέα και δυσβάστακτα» (Μτθ.23,4), αλλά να εξαλείφει κάθε δάκρυ από τα μάτια τους κάνοντας χειροπιαστό αυτό που χρειάζεται ο κόσμος μας, την ελπίδα, να οδηγεί δηλ. τον άνθρωπο στο «αποκεκρυμμένο κάλλος» εκεί όπου σώζεται ολόκληρος. Αυτή είναι και η ύψιστη αποστολή Της, η σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Για τούτο και η Εκκλησία οφείλει να έχει μορφή σεμνή, λιτή, κοντινή στο σήμερα, οικεία, με λιγότερη αρματωσιά και στόμφο. Που «καθαρή και αμίαντος», χωρίς να ξεπέφτει σε υπηρεσία κοινωνικής πρόνοιας, «θα επισκέπτεται τους ανθρώπους στη θλίψη τους» (Ιακ.1,27), και θα τους γεμίζει με την παρουσία του Σταυρωμένου και Αναστημένου Ιησού. Που δεν θα είναι ηθικοπλαστικός οργανισμός, αλλά σώμα σωτηρίας, όπου τα μέλη Της δεν σώζονται για την επάρκεια τους, αλλά για την ανεπάρκεια τους. Με άλλα λόγια Εκκλησία που την εμπιστευόμαστε και όχι που ζητάει, δηλ. Εκκλησία που θα μας προσφέρει τον Θεό που λυτρώνει για τούτο και δεν μπορεί η Εκκλησία να κηρύττει Θεό που είναι πανταχού παρών και από την ζωή Της απών.