Η πολιτική και οι ευθύνες των πολιτών
Το να γράψεις την άποψή σου για ένα τόσο σοβαρό θέμα εν μέσω –κυριολεκτικά - του θέρους δεν είναι και ότι το καλύτερο. Όχι γιατί η στοιχειοθέτηση της άποψης ανέκαθεν ήταν το πιο δύσκολο πράγμα σε μία εφημερίδα από μία συνέντευξη π.χ. ή ένα άρθρο στο οποίο θα φιλοξενείς τις απόψεις άλλων, αλλά και γιατί μάλλον πιο χαλαρά θέματα θέλουμε όλοι μας να διαβάζουμε αυτήν την περίοδο στις παραλίες. Έτσι κι αλλιώς πάντα μου άρεσαν τα δύσκολα και αυτού του είδους οι… αναζητήσεις εξ’ ου και το άρθρο που – ελπίζω - ότι θα διαβάσετε και που στο τέλος ίσως εκτός από το επιφώνημα της ανακούφισης που θα βγάλετε αφού τέλειωσε μπορεί και να σας έχει κάνει λίγο σοφότερους…[λέμε τώρα εμείς]…. Με αφορμή την newspepper Όταν πριν από ένα μήνα συζητούσαμε για την καινούργια εφημερίδα στο γραφείο του εκδότη και φίλου Γιώργου Κολομπάκη σχεδόν οι περισσότεροι πέσαμε μέσα σε ότι αφορά τα ερωτήματα που θα προκύψουν στην κοινή γνώμη, τους φορείς και γενικά το αναγνωστικό κοινό που θα έπαιρνε στα χέρια του αυτήν την έκδοση. Και τούτο για τους πολύ απλούς λόγους ότι – δυστυχώς – σε αυτήν την πόλη και όχι σε όλες τις επαρχιακές πόλεις της χώρας ή γενικά στην περιφέρεια όπως κάποιοι θέλουν να πιστεύουν, σε αυτήν εδώ την πόλη λοιπόν, υπάρχει μία ιδιάζουσα νοοτροπία και συμπεριφορά και μία γενική καχυποψία προς κάθε τι καινούργιο, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν έρχεται να ταράξει τα ούτως ή άλλως όχι και τόσο ήρεμα νερά του πολιτικοκοινωνικού και κυρίως οικονομικού γίγνεσθαι αλλά βέβαια και της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων στην δημοσιογραφία και τα μέσα της πόλης μας. Οι πρώτες απόψεις που πήρα και μάλιστα από ανθρώπους που παραδοσιακά θα είχαν όφελος να πουν τα χειρότερα ήταν πως πρόκειται για μία αξιοπρεπή προσπάθεια και μάλιστα αρκετά καλή ποιοτικά. Το δεύτερο που έπρεπε να απαντηθεί ήταν ποιος είναι από πίσω, ποιος χρηματοδοτεί, και γενικά ποιος κάνει κουμάντο, ποιος είναι το μεγάλο αφεντικό και όλα τα συναφή. Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να σταθώ και μάλιστα θα είχε ενδιαφέρον να είχαμε και τις απόψεις σας στα επόμενα φύλλα γιατί αυτή η κουβέντα πάντα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η παθογένεια της κοινωνίας Για μένα αυτή η αντίληψη και η νοοτροπία δείχνει την παθογένεια της κοινωνίας μας, όσο βαρύ και αν ακούγεται αυτό. Και το γράφω γιατί μου είναι αδιανόητο σε μία πόλη που τον τελευταίο αιώνα έβγαλε δύο πρωθυπουργούς και πολλούς σπουδαίους πολιτικούς και ανθρώπους, να έχουμε ακόμα κατάλοιπα, στερεότυπα και αντιλήψεις των περασμένων δεκαετιών.Μου προκαλεί “άθλια” εντύπωση ο “δήθεν” καθωσπρεπισμός, από ανθρώπους “δήθεν”, σε παράγοντες της εξουσίας για να τους καλοπιάσουν, να τους γλείψουν, να τους κολακέψουν, απλά και μόνο γιατί έτσι πιστεύουν ότι θα έχουν την εύνοιά τους. Από την άλλη ο πολιτικός μας πολιτισμός μάλλον θέλει ακόμα χρόνο να προσαρμοστεί στα νέα ήθη και έθιμα και κυρίως στις ανάγκες των καιρών και στην νέα πραγματικότητα. Ακόμα και σήμερα αν ρωτήσεις τους πολίτες, ελάχιστοι πιστεύουν ότι λίγα πλέον πράγματα εξαρτώνται από τις εθνικές πολιτικές. Αντίθετα πιστεύουν ότι ο Δήμαρχος, ο Νομάρχης, ο Βουλευτής, ο Υπουργός και γενικά ο οποιοσδήποτε πολιτικός μπορεί αν θέλει να το κάνει το ρουσφέτι και εν πάση περιπτώσει εμείς εκεί θα πάμε ακόμα και αν ξέρουμε ότι δεν θα κάνουμε τη δουλεία μασ. Ασφαλώς και στο σημείο αυτό δεν φταίει απαραίτητα μόνο ο πολίτης. Οι πολιτικοί Αυτός πού έχει την ευθύνη είναι κυρίως ο πολιτικός ο οποίος δεν θέλει να πει την αλήθεια γιατί ασφαλώς έτσι θα έχει λιγότερες δυνατότητες να πετύχει τον στόχο του, που δεν είναι άλλος από την εκλογή του. Θυμάμαι πριν μερικά χρόνια, όταν είχε πρωτοεκλεγεί ο Σημίτης ρώτησα ένα παλιό βουλευτή του κινήματος πως του φαίνεται η εκλογή αυτή, βράζοντασ κυριολεκτικά απο οργή, μου εκδήλωσε τη διαφωνία του λέγοντας χαρακτηριστικά πως τώρα δε θα μπορούμε τόσο εύκολα να κάνουμε αυτά που κάναμε. Όταν τον ρώτησα τι ήταν αυτό που τώρα δεν θα μπορούσατε να κάνετε το ίδιο καλά, μου απάντησε, μα φυσικά τα ρουσφέτια . Δεν είναι μυστικό ότι πολλοί εξ αυτών που έκαναν πολιτική καριέρα στην Ελλάδα τα τελευταία 30 χρόνια δεν θα είχαν καμία τύχη σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου. Όπως δεν είναι μυστικό ότι πολλοί επίσης εξ αυτών έμαθαν περί πολιτικής στην πλάτη μας, αφού ούτε τις γνώσεις είχαν ούτε φυσικά την κουλτούρα και την παιδεία να το κάνουν. Ο πρώην αλλά και ο νυν υφυπουργός εξωτερικών που έτυχε να έχω καθηγητές οι κύριοι Χ. Ροζάκης και Ι. Βαλληνάκης αλλά και ο Rίchard Clogg στα βιβλία και στις διαλέξεις τους, περιγράφουν και δικαιολογούν με τον πιο ακριβή τρόπο την πολιτική ιστορία της νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδος την οποία δυστυχώς πολλοί εξ ημών δεν γνωρίζουν. Γιατί αν γνώριζαν θα μπορούσαν να καταλάβουν πολλά από αυτά που σήμερα συμβαίνουν 180 και πλέον χρόνια από την επανάσταση του 1821. Όπως επίσης και γιατί τελικά οι περισσότεροι παρατηρητές διαψεύστηκαν αμέσως μετά την πτώση της χούντας το 1974 όταν πίστευαν πως οι εμπειρίες του Ελληνικού λαού κατά την διάρκεια της δικτατορίας θα είχαν ριζοσπαστική επίδραση στο εκλογικό σώμα και τα εκλογικά αποτελέσματα θα φανέρωναν μία δραματική αριστερή απόκλιση όπως είχε συμβεί άλλωστε στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Επανερχόμενοι στο σήμερα βλέπουμε ότι τελικά η πολυπόθητη Δημοκρατία που με τόσο κόπο, αίμα και θυσίες κέρδισαν κάποιοι για να μπορούμε εμείς σήμερα να ζούμε ελεύθερα, βρίσκεται μάλλον σε παρακμή για να μην πούμε ότι βρίσκεται σε κρίση. Οι λίγες αδέσμευτες και πραγματικά ανεξάρτητες φωνές στα κοινά, στην πολιτική και άλλού δεν αρκούν για να κάνουν την Δημοκρατία μας περισσότερο αντιπροσωπευτική και αναλογική. Δεν φταίνε τα εκλογικά συστήματα όπως κάποιοι αφελώς λένε στον κόσμο. Εξάλλου όσο βέβαιο είναι ότι 30 χρόνια μετά την δικτατορία δεν κινδυνεύουμε, άλλο τόσο βέβαιο είναι ότι οι ισχυρές κυβερνήσεις στην χώρα μας, μάλλον καλά κρατούν. Κρίση θεσμών Σήμερα στην χώρα μας βιώνουμε μία πολύ μεγάλη κρίση θεσμών, η οποία δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι εύκολα θα διορθωθεί στα επόμενα χρόνια. Γιατι δυστυχώς σήμερα η πολιτική μας ζωή στιρίζεται στα πολλα λόγια και τη λίγη δουλειά. Αυτό δεν χρειάζεται να το πούμε εμείς νομίζω το βλέπει όλος ο κόσμος. Δεν είναι τυχαίο ότι είμαστε η πιο διεφθαρμένη χώρα στην ανεπτυγμένη Ευρώπη. Κανένα από τα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα δεν βρίσκεται στα κορυφαία του κόσμου. Το μοναδικό Ελληνικό πρότυπο, του πλουτισμού των περισσοτέρων δημοσίων υπαλλήλων, κάτι λέει. Το ίδιο και η τεράστια φοροδιαφυγή, αλλά και η παντελής ανικανότητα του κράτους να συγκρουστεί με κατεστημένα και δομές που το χαρακτηρίζουν ακόμα και σήμερα τριτοκοσμικό. Πράγματα που για όλο τον υπόλοιπο κόσμο είναι αυτονόητα στην Ελλάδα αποτελούν εδώ και δεκαετίες ταμπού ακόμα και προς συζήτηση. Η αξιολόγηση της εκπαίδευσης, η αξιοποίηση των ελεύθερων χώρων, η φορολογία η έννομη τάξη και η νομιμότητα αποτελούν για τους….επαναστάτες έλληνες “χλιαρά” θέματα για τα οποία δεν αξίζει ασφαλώς να ασχοληθούν. Αντίθετα το ρουσφέτι, η κομπίνα, η λοβιτούρα, η κοπάνα, η απάτη, η μαγκιά, ο περίφημος Ελληνικός τσαμπουκάς, η οπλοχρησία και η οπλοκατοχή, συνιστούν ένα απροσδιόριστο είδος μαγκιάς στο οποίο έχουμε την αποκλειστικότητα. Το ότι στον υπόλοιπο κόσμο δουλεύουνε, είναι σοβαροί, δεν ασχολούνται με τους άλλους όπως εμείς, προοδεύουνε και εμείς μένουμε στα ίδια ποσώς μας απασχολεί. Για όλα φταίει το κράτος –καταρχήν- και από εκεί και πέρα όλοι οι άλλοι. Το ότι σήμερα 25 χρόνια μετά τα εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ που πήραμε βρισκόμαστε στο ίδιο σημείο από πλευράς αγοραστικής δύναμης με αυτό που βρισκόμαστε πριν από 25 χρόνια δεν μας απασχολεί. Και πώς να μην γίνει αυτό όταν τα χρήματα π.χ. που πήγαιναν για αναδιάρθρωση των καλλιεργειών γίνονταν ΒMW και MERCEDES; Και με τις ευλογίες βουλευτών, υπουργών και άλλων πολιτικών ανά την χώρα και την Κρήτη βέβαια. Αφού λοιπόν γεμίσαμε με αργόσχολους όλες τις Δημόσιες Επιχειρήσεις, τους Οργανισμούς ,τα Υπουργεία τις Τράπεζες, την Αυτοδιοίκηση, τα Πανεπιστήμια και γενικά όλους τους 400 και πλέον κρατικοδίαιτους φορείς που επιχορηγούνται αδρά από τους έλληνες φορολογούμενους, τώρα μην έχοντας τι να τους κάνουμε, τους χρυσοπληρώνουμε για να φύγουν. Όχι βέβαια από την τσέπη αυτών που τους προσέλαβαν, αλλά από την τσέπη την δική μας. Σε ένα τραπέζι πριν κάνα δύο χρόνια νυν και τέως βουλευτές μάλιστα, αναπολούσαν αυτές τις εποχές και έβαζαν στοιχήματα για το ποιος έχει διορίσει τους περισσότερους. Δεν χρειάζονται μαγικές ικανότητες βέβαια για να το διαπιστώσει κανείς αυτό. Από όλα έχει το μπαξίσι. Από βολεμένους σε ασφαλιστικά ταμεία και οργανισμούς που έκαναν κατάληψη και απεργία πείνας στην Μακρόνησο [;], έως υπαλλήλους που υπάρχουν στην μισθοδοσία εγγεγραμμένοι αλλά κανείς δεν τους έχει δει ποτέ, παρά μόνο οι Τράπεζες όταν πάνε να πληρωθούν. Από συνδικαλιστές αγροτοπατέρες οι οποίοι με το πέρασμα τους από τις περίφημες Ενώσεις, έκλεβαν μέχρι και του πουλιού το γάλα μέχρι κρατικοδίαιτους εφοριακούς,τραπεζικούς, γιατρούς του Δημοσίου και φυσικά πάσης φύσεως προϊσταμένους και διευθυντάδες οι οποίοι πηγαίνουν στα γραφεία τους, όχι για να δώσουν απλώς το παρόν αλλά και να τσεκάρουν το καθημερινό κατιτί, τους πέρα από τα νόμιμα και από αυτά που φαίνονται. Μια ματιά στις εκθέσεις του Συνηγόρου του Πολίτη, θα επιβεβαιώσει και θα δείξει απλώς που γίνονται τα περισσότερα με τις πολεοδομίες π.χ. να έχουν την μερίδα του λέοντος. Ποιοτικό το πρόβλημα Το πρόβλημα δεν είναι τόσο ποσοτικό όσο και κυρίως ποιοτικό. Δεν είναι δηλαδή το ότι έχουμε περίπου 10 φορές περισσότερους από όσους χρειαζόμαστε, αλλά το ότι όλοι αυτοί συμπεριφέρονται ως εν “δυνάμει” ιδιοκτήτες του κράτους, αφού από αυτούς ουσιαστικά εξαρτάται η υλοποίηση των αποφάσεων και της κυβερνητικής πολιτικής. Στην Ελλάδα έχουμε δηλαδή το παράδοξο, να χρειάζεται η συνεργασία του συστήματος με την εκάστοτε κυβέρνηση, για να μπορέσει το ίδιο το κράτος να λειτουργήσει. Και αυτό ως αποτέλεσμα ενός συστήματος που είναι ακριβώς έτσι δομημένο, ούτως ώστε να είναι απαραίτητη αυτή καθεαυτή η «εμπλοκή» του δημόσιου τομέα και της δημόσιας διοίκησης. Στα δικά μας και πάλι και σε ότι μας αφορά. Στην Δυτική Κρήτη και στα Χανιά τα τελευταία χρόνια είναι γνωστό ότι υπάρχει σοβαρό έλλειμμα ανάπτυξης. Έργα υποδομής αυτονόητα για την ανάπτυξη, όπως οι λιμνοδεξαμενές, οι βιολογικοί καθαρισμοί και τόσα άλλα δεν προχώρησαν για πολλούς λόγους, που δεν είναι του παρόντος να τους αναλύσουμε τώρα και να αποδώσουμε ευθύνες. Εξάλλου ο λαός με το αλάθητο κριτήριό του, αργά αλλά σταθερά, δείχνει να αναγνωρίζει ο ίδιος τις κατά καιρούς λάθος επιλογές που έχει κάνει. Λένε πως οι λαοί έχουν τους ηγέτες που τους αξίζουν και πως λαοί που ξεχνούν την ιστορία τους είναι καταδικασμένοι στην αφάνεια και εν τέλει στον περιορισμό τους, σε ένα μικρό φυσικό περιβάλλον. Σε αυτό τον πλούσιο από πλευράς παραδόσεων τόπο, με τις μνήμες του παρελθόντος να μας συνοδεύουν σε κάθε μας βήμα, φαίνεται πως ακόμα δεν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για το άλμα. Γιατί δεν είναι δυνατόν φυσικά να πιστεύει κανείς πως τα Χανιά είναι αυτό που σήμερα όλοι βλέπουμε. Όχι ασφαλώς σε επίπεδο πόλης αλλά σε επίπεδο νομού και περιφέρειας. Με αναξιοποίητα τα μεγάλα λιμάνια βορρά και νότου, χωρίς υποψία ενός άξονα που θα συνδέει το βόρειο με το νότιο τμήμα του νησιού, αλλά και με πολλές άλλες ελλείψεις, αποτέλεσμα εν πολλοίς και μίας στρεβλής αντίληψης περί της διαχείρισης των κοινών, όπου κάθε τι καλό βαφτίζεται εκ πεποιθήσεως καταστροφή του περιβάλλοντος και ξεπούλημα ασφαλώς και δεν θα πρέπει να ρίχνουμε κροκοδείλια δάκρυα, όταν βλέπουμε κατάματα την πραγματικότητα και κυρίως όταν αποφασίζουμε να πούμε την αλήθεια στον κόσμο.. Η ιδιάζουσα περίπτωση μίας εν πολλοίς μειοψηφίας που εν τέλει μάλλον φαίνεται πως κάνει κουμάντο όχι τόσο με την ορθότητα της σκέψης και της πολιτικής της, όσο και κυρίως με το μπούγιο, τον σαματά και το ελεύθερο πεδίο που αφήνουν όλες οι υπόλοιπες υγιείς δυνάμεις της κοινωνίας που τους τρώνε στην “μάπα” τόσα χρόνια, δείχνει αυτό που όλοι εύκολα διαπιστώνουμε και που πλέον καταλαβαίνουν πολύ γρήγορα ακόμα και αυτοί που έρχονται για να κάνουν τις διακοπές τους, είτε γενικά να περάσουν μακριά μερικές ημέρες, από τα μέρη στα οποία ζουν. Ότι δηλαδή ενώ υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για να πάμε μπροστά, αυτή η νοοτροπία της άρνησης και της συντήρησης που έχουμε, μας κάνει στο τέλος αυτοκαταστροφικούς. Γιατί αυτή είναι η πραγματική συντήρηση που υπάρχει σε αυτόν τον τόπο και όχι οι διάφορες θεωρίες που οι κατά καιρούς διανοούμενοι αυτού του τόπου μας πασάρουν. Και τα media φέρουν ευθύνη Και κλείνουμε με την μεγάλη ευθύνη που έχουμε εμείς οι δημοσιογράφοι και κατ’ επέκτασιν τα μέσα ενημέρωσης. Τα περισσότερα εξ’ αυτών καθοδηγούμενα και χειραγωγούμενα για την εξυπηρέτηση προσωπικών συνήθως επιδιώξεων, όχι μόνο αδυνατούν εδώ και χρόνια να παίξουν τον ρόλο που πρέπει και έχουν ως εκ της ιδιότητάς τους, αλλά αντιθέτως αποπροσανατολίζουν σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση από την σωστή, αφού αυτός είναι ο ασφαλέστερος τρόπος για να πετύχουν τον στόχο τους. Ακόμα και στις περιπτώσεις που αυτό δεν είναι εξόχως εμφανές, από πού κατευθύνεται, ή εν πάση περιπτώσει δεν έχει κάποιο εμφανή λόγο ένας δημοσιογράφος ή ένα μέσο να υποστηρίξει την α ή την β άποψη, η ανυπαρξία σωστής και ορθά δομημένης επιχειρηματολογίας, αποδεικνύει ακόμα περισσότερο την γύμνια του ατόμου και του μέσου, η οποία πάντως δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή από τον μέσο πολίτη. Σε αυτό ασφαλώς το μέσον έχει την ευθύνη, αν και εν πολλοίς το βολεύει για λόγους που όλοι εύκολα μπορούμε να κατανοήσουμε. Αυτό πιστεύω πως είναι σήμερα και το μεγάλο στοίχημα αν θέλουμε να αφυπνίσουμε την κοινωνία μας και να την ξανακάνουμε ενεργό κύτταρο αυτού του τόπου. Γιατί όσο αυτό δεν συμβαίνει και συνεχίζεται και με ευθύνη δική μας αυτή η απαξίωση τότε ας μην περιμένουμε να αλλάξει τίποτα σε αυτόν τον τόπο. Στην αντίθετη περίπτωση η ίδια η κοινωνία θα μας δείξει τον δρόμο και θα ακολουθήσει και αυτή. Και τότε θα μπουν άπαξ και δια παντός στο “χρονοντούλαπο” της ιστορίας, όλες αυτές οι λογικές και οι νοοτροπίες της παρείτσας, της ομαδούλας, του ωχαδερφισμού και της βαριεστιμάρας, που τόσα δεινά έχουν φέρει στον τόπο. Και βέβαια της αρπαχτής, της απάτης, της κομπίνας, για τα οποία, όποια πέτρα και αν σηκώσεις, μάλλον θα δεις από κάτω αυτούς που ακόμα και σήμερα το παίζουν “τιμητές” των πάντων. Αλλά δεν φταίνε αυτοί. Όλοι εμείς που τους ανεχόμαστε φταίμε . Για αυτό και μας τα κάνουν. Και άρα, καλά μας κάνουν.