Γιατί πρέπει να εγκατασταθεί μονάδα αποθήκευσης καυσίμων στα Χανιά
Ο ανταγωνισμός σχεδόν πάντα επηρεάζει θετικά τον καταναλωτή. Πόσο μάλλον στην περίπτωση των υγρών καυσίμων όπου ο τελικός αποδέκτης (ο καταναλωτής) είναι κυριολεκτικά αδύναμος μπροστά στις εξελίξεις. Ειδικότερα, στην άνοδο των τιμών όχι μόνο της καύσιμης ύλης κίνησης, αλλά και σε όλα σχεδόν τα προΐόντα, αφού χρειάζεται ενέργεια για να παραχθούν και έτσι επηρεάζονται άμεσα από τις μεταβολές στην τιμή του πετρελαίου. Ουσιαστικά σε σχέση με τις χώρες παραγωγούς ακόμα και οι κυβερνήσεις είναι αδύναμες να ασκήσουν επιρροή, αφού ο ΟΠΕΚ- που διαχειρίζεται το μεγαλύτερο μέρος των αποθεμάτων- είναι ένα πανίσχυρο και ερμητικά κλειστό λόμπι, όπως έχουμε αναλύσει και σε προηγούμενο άρθρο.. Είναι λίγα αυτά που μπορούν να γίνουν από το κράτος και τους ιδιώτες για την παροχή φθηνότερου πετρελαίου, όχι όμως και ανέφικτα. Επειδή όμως ο κλάδος των διαχειριστριών εταιριών σε οποιαδήποτε χώρα είναι ουσιαστικά ένα κομμάτι μεσαζόντων από τον παραγωγό προς τον τελικό αποδέκτη, εκεί εντοπίζεται η ανάγκη βελτιωτικών κινήσεων. Άλλωστε, στην χώρα μας τα Διυλιστήρια ανήκουν σε δύο συγκεκριμένους φορείς (ΕΛ. ΠΕ. και MOTOR OIL) και πωλούν τα προϊόντα στις ίδιες τιμές. Σύμφωνα με τις βασικές αρχές της οικονομίας που διδάσκονται τα παιδιά ακόμα και στην τρίτη λυκείου πια, σε μία πλήρως ανταγωνιστική αγορά με προϊόν σχεδόν ίδιο οι εταιρίες διαφοροποιούνται μόνο ως προς την τιμή του προϊόντος.. Στην αγορά πετρελαιοειδών που οι αγοραστές είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στις τιμές, αυτό το κομμάτι θεωρίας εφαρμόζει τέλεια. Στην περίπτωση της Κρήτης τώρα παρουσιάζονται αρκετές ιδιαιτερότητες σε αυτό το θέμα. Ας τα πάρουμε από την αρχή τα πράγματα, σύμφωνα με επίσημες δημοσιεύσεις η Κρήτη καταναλώνει περίπου 700 με 800 χιλ. κυβικά πετρελαίου ετησίως. Οι κύριοι αποθηκευτικοί χώροι του νησιού βρίσκονται στον Άγιο Ονούφριο για το Δυτικό τμήμα του νησιού και στα Λινοπεράματα για την Ανατολικό., Οι δεξαμενές όμως είναι πλέον παλιάς τεχνολογίας και επικίνδυνες, αφού ουσιαστικά γειτνιάζουν άμεσα με πυκνοκατοικημένους οικισμούς. Αυτοί οι χώροι έχουν τη δυνατότητα αποθήκευσης 30-32 χιλ. κυβικών πετρελαίου. Έτσι αν υπολογίσουμε την κατανάλωση σε σχέση με τη δυνατότητα αποθήκευσης, θα διαπιστώσουμε ότι η Κρήτη έχει αποθέματα πετρελαίου περίπου 15 ημερών, ενώ κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού αυτά μειώνονται στις 10 ημέρες λόγω υπερκατανάλωσης. Ο Άγιος Ονούφριος λόγω μεγέθους και τοποθέτησης αντιμετωπίζει και σοβαρά προβλήματα ανεφοδιασμού όταν έχει κακοκαιρία, ενώ τα μικρής χωρητικότητας δεξαμενόπλοια που δένουν εκεί πολλές φορές καθυστερούν για ημέρες. Η καθυστέρηση στον ανεφοδιασμό και η μείωση των αποθεμάτων έχει σαν αποτέλεσμα την άνοδο των τιμών τοπικά, ενώ είναι γνωστό πως η Κρήτη είναι από τις ακροβότερες περιοχές στην Ελλάδα στον τομέα της αγοράς υγρών καυσίμων. Αυτήν την εικόνα λοιπόν παρουσιάζει το νησί όταν το πανευρωπαϊκό στάνταρ αποθέματος είναι ενενήντα ημέρες. Η ουσία του προβλήματος στην επάρκεια λοιπόν είναι ο μικρός κυβισμός, τα μικρά φορτία και η υπερκατανάλωση. Στην τοπική αγορά όμως της Κρήτης υπάρχει και ακόμη ένας αφανής αλλά πολύ σημαντικός παράγοντας που κρατάει τις τιμές ψηλά. Ενώ Πανελλαδικά δραστηριοποιούνται 22 εταιρίες εμπορίας πετρελαιοειδών , στην Κρήτη λειτουργούν μόνο τέσσερις από αυτές.. Αυτό συμβαίνει ενώ υποτίθεται πως η αγορά είναι ελεύθερη και ανοιχτή στον ανταγωνισμό. Είναι λοιπόν ακατανόητο τη στιγμή που προτείνεται να γίνει στο νησί μία επένδυση από εταιρία Ελληνικών συμφερόντων, που θα αυξήσει τα αποθέματα έτσι ώστε να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της Ε. Ε και θα βελτιώσει τον υγιή ανταγωνισμό, να παρεμποδίζεται από τους τοπικούς φορείς. Ενώ προτείνεται να δημιουργηθούν στον κόλπο της Σούδας- που προστατεύεται από τον καιρό λύνοντας ένα ακόμη πρόβλημα- σύγχρονες εγκαταστάσεις 42 χιλ. κυβικών που θα διπλασιάσουν τη δυνατότητα αποθήκευσης, οι τοπικοί φορείς αντιδρούν. Η εταιρία που έχει την πρόθεση να ιδρύσει αυτές τις εγκαταστάσεις, εκτός από τη δυνατότητα απευθείας εισαγωγής προϊόντων σε μειωμένες τιμές, θα αναπτύξει και δικό της δίκτυο διανομής ενώ παράλληλα, θα δώσει τη δυνατότητα και σε άλλες εταιρίες να δραστηριοποιηθούν στο νησί. Ουσιαστικά ελαφρύνει το κράτος από την δέσμευση κονδυλίων για αναπτυξιακά έργα που ούτως ή άλως θα γίνουν κάποια στιγμή. Από την άλλη πλευρά η περίπτωση αυτή είναι το ιδανικότερο παράδειγμα για το τι πρέπει να κάνουν οι μεγάλες ιδιωτικές εταιρίες εγχώριων συμφερόντων για αρωγή προς το κράτος. Και ο δήμος της Σούδας δηλώνει αντίθετος σε ένα έργο εθνικού συμφέροντος, αφήνοντας τον κόλπο της Σούδας για ακόμη μία φορά σε αποκλειστική διάθεση προς τον Αμερικάνικο στρατό. Αξίζει τον κόπο να σημειωθεί εδώ ότι η επιτροπή που συγκρότησε το 1994 ο τότε Νομάρχης Χανίων, για να προσδιορίσει χώρους κατάλληλους για την εγκατάσταση δεξαμενών υγρών καυσίμων στα όρια του Νομού, κατέληξε ομόφωνα στην άποψη ότι ο μόνος κατάλληλος χώρος είναι η θέση Πλατάνι στον όρμο της Σούδας. Εκεί δηλαδή όπου προτίθεται η Ελληνική Εταιρία να ιδρύσει τη δική της μονάδα. Η αποδοχή έργων που βελτιώνουν τις τοπικές υποδομές, τον ανταγωνισμό και ενισχύουν την εθνική κυριαρχία είναι επιβεβλημένη και δεν πρέπει να παρεμποδίζεται για κανένα λόγο. Προς το παρόν υπάρχουν αρκετοί λόγοι για τους οποίους πρέπει να εγκατασταθούν εκεί οι δεξαμενές και αυτοί είναι χωροταξικοί, λόγοι ασφάλειας, εθνικού συμφέροντος και το κυριότερο, η βελτίωση του ανταγωνισμού σε αυτό το είδος πρώτης ανάγκης. Ας σημειωθεί ότι, όπως έχει κατ’ επανάληψη δηλωθεί, η εγκατάσταση αυτή θα γίνει σύμφωνα με την τελευταία τεχνολογία, που αποκλείει οποιασδήποτε μορφής ρύπανση προς του περιβάλλοντος. Θα επανέλθουμε στο μέλλον σε αυτό το θέμα με εκτενέστερο ρεπορτάζ και περισσότερα στοιχεία.