Οι συνέπειες μιας βεντέτας

Πάτημα Αποκορώνου. Το χωριό φάντασμα

Ένας ανηφορικός δρόμος, λίγα χιλιόμετρα μετά τον πολυσύχναστο Κουρνά, μας οδήγησε σε μια χιλιοτρύπητη από τους πυροβολισμούς πινακίδα. « Εδώ λοιπόν είναι το Πάτημα» αν και ο αόριστος θα ταίριαζε περισσότερο όπως διαπίστωσα στη συνέχεια. Μια νεκρική σιγή απλωνόταν στο χωριό και καθώς περπατούσα στα στενοσόκακα μόνο ο ήχος από τα τζιτζίκια ακούγονταν. Πίσω από τις κλειδαμπαρωμένες πόρτες φοβήθηκα πως θα ξεπηδήσει κάποιο από τα φαντάσματα του παρελθόντος και θα με ρωτήσει «τι ζητάς εδώ». Κάποιες παλιές ψάθινες καρέκλες ξεχασμένες σε αυλές, φθαρμένες από το χρόνο και μια στοίβα κομμένα ξύλα για το τζάκι, παραμένουν πεισματικά στις θέσεις τους, απόδειξη, πως τα έντεκα χρόνια δεν κατάφεραν να ξεπλύνουν τα ίχνη μιας έως τότε φυσιολογικής ζωής στο χωριό.

Δώδεκα ολόκληρα χρόνια πέρασαν από τότε. Από εκείνο το μαύρο απόγευμα της 23ης Μαΐου του 1994 οπότε και γράφτηκε η πρώτη πράξη μιας τραγωδίας που κατέληξε σε βεντέτα. Μια 53χρονη μητέρα τεσσάρων παιδιών βρέθηκε δολοφονημένη και σεξουαλικά κακοποιημένη σε αγροτική τοποθεσία του χωριού. Η σύγκρουση δύο οικογενειών για μια σπιθαμή γης ήταν η αιτία της αλυσίδας των εκτελέσεων που άρχισε στο Πάτημα και απλώθηκε στο Ρέθυμνο, την Αμαλιάδα, τη Μυτιλήνη και την Αθήνα. Έξη άνθρωποι βρέθηκαν στο χώμα από έναν ανελέητο κύκλο αίματος που μπορεί να έκλεισε, άφησε όμως ανοιχτές πληγές. Τυπική Κρητική βεντέτα της οποίας τις συνέπειες πληρώνουν σήμερα οι μόλις πέντε υπέργηροι κάτοικοι του χωριού φαντάσματος.

ΜΟΝΑΞΙΑ ΚΑΙ ΕΡΗΜΩΣΗ

Θύματα μιας βαριάς κατάρας οι μετρημένοι στα δάχτυλα υπέργηροι κάτοικοι βροντοφωνάζουν πως υπάρχουν μα η φωνή τους αντηχεί στα άδεια σπίτια, τους έρημους δρόμους, τις χορταριασμένες αυλές. Λες και θέλουν να απαλλαγούν από «αυτά τα παλιά γεγονότα» όπως λένε, «τα επεισόδια» που στιγμάτισαν το χωριό τους, αποφεύγουν να μιλήσουν για το παρελθόν. Το κουβαλούν όμως στην πορεία της δύσκολης ζωής τους και το συναντούν κάθε πρωί, ανοίγοντας τα πορτοπαράθυρα τους. Περπατώντας στα στενοσόκακα. Αντικρίζοντας τις μαύρες κορδέλες στα σπίτια των γειτόνων τους … Παντού ερημιά και εγκατάλειψη.

«Η ζωή μας εδώ είναι ένα δράμα» μας είπε η κ.Ειρήνη. Τη συναντήσαμε στην αυλή του σπιτιού της και προς έκπληξη μας ήταν πρόθυμη να μας μιλήσει για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στο Πάτημα. «Αν είχα τρόπο θα έφευγα. Αλλά που να πάω. Έχω αυτό το σπίτι και πέθανα για να το φτιάξω. Κοίτα απέναντι. Σπίτι κλειστό. Πιο κάτω κι άλλο κλειστό» . Στην εγκαταλελειμμένη γειτονιά, παρέμεινε μόνο η ίδια με το σύζυγο της. Όταν τη ρωτήσαμε για τα σφραγισμένα σπίτια απάντησε με το βλέμμα στραμμένο στο πουθενά : «Δικά τους πράγματα. Δεν έχουμε δουλειά μ αυτά».

Η κ. Παναγιώτα, κόρη της κ. Ειρήνης επισκέπτεται το χωριό για το χατίρι των γονιών της. Μόνο πικρία και αγανάκτηση έχουν τα λόγια της: «Αν αρρωστήσει κάποιος δεν υπάρχει άλλος να ειδοποιήσει το 166. Δεν υπάρχει τίποτα. Μια κακομοιριά. Τίποτα δεν έχει μείνει. Γιατρός έρχεται κάθε δεκαπέντε μέρες. Αν δεν έχεις αυτοκίνητο πέθανες. Δεν υπάρχει συγκοινωνία. Τελειώνει το χωριό. Αν δεν ήταν εδώ οι γονείς μας δεν θα ερχόμασταν. Τι να ρθουμε να κάνουμε. Δε βλέπεις τίποτα».

Εδώ που κατοικεί η μοναξιά και βασιλεύει η ερήμωση, η ανθρώπινη επαφή είναι η μόνη διέξοδος. Οι εναπομείναντες κάτοικοι του Πατήματος συναντιούνται στην Πλατεία όπου κάποτε λειτουργούσαν τέσσερα καφενεία. Κάτω απ το γερασμένο πλάτανο διηγούνται παλιές ιστορίες και ξορκίζουν έτσι το κακό της βεντέτας.

Εβδομήντα πέντε ετών σήμερα η κ. Ειρήνη θυμάται πως όταν

παντρεύτηκε το χωρίο αριθμούσε εκατόν πενήντα κατοίκους . « Ήταν από τα καλύτερα χωριά της περιφέρειας. Χωροφύλακες εδώ ερχόταν, πραματευτάδες εδώ. Μετά τα επεισόδια κάθε ένας έφευγε γιατί η ζωή ήταν …φτωχή. Εγώ έχω εφτά παιδιά και δεν έχω κανένα στο χωριό».

Όπως τονίζει « εδώ οι πολιτικοί έρχονται μόνο όταν θέλουν ψήφους. Αν ξαναρθούν προεκλογικά θα τους κυνηγήσω». Για να περάσει όμορφα γερατειά θα ήθελε « να φτιάξουν οι αρμόδιοι τα σοκάκια, να φροντίσουν για το φωτισμό, να βελτιώσουν τους δρόμους, να υπάρχει τακτικός γιατρός, να αυξηθούν οι συντάξεις ».

Δυστυχώς μαζί με τη ζωή, σταμάτησε και το ενδιαφέρον της πολιτείας για το Πάτημα. Οι μόνοι που το επισκέπτονται είναι κάποιοι ξένοι τουρίστες που φτάνουν ίσως τυχαία ανηφορίζοντας από τον Κουρνά. Μάλιστα ορισμένοι ενδιαφέρονται να επενδύσουν αγοράζοντας εγκαταλελειμμένα σπίτια. Όμως οι ιδιοκτήτες τους δεν τα πουλούν.

Το μέλλον του χωριού είναι εύκολα προβλέψιμο. Εξάλλου τα παραδείγματα στη Δυτική Κρήτη δεν είναι λίγα. Όπως η Αράδαινα στα ορεινά των Σφακίων, έτσι και το Πάτημα στον Αποκόρωνα θα περάσει με μαύρα γράμματα στην ιστορία ως ένας ακόμη τόπος που κατοικούν μόνο τα στοιχειά μιας παλιάς βεντέτας.

ΟΙ ΒΕΝΤΕΤΕΣ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

Αντικείμενο μελέτης των κοινωνιολόγων, κατάρα που στιγματίζει το νησί μας, οι βεντέτες που έχουν καταγραφεί στη νεότερη ιστορία της Κρήτης είναι δυστυχώς πολλές και οι συνέπειες τους δραματικές. Από την ανελέητη σύγκρουση των Πενταράκηδων – Σαρτζετάκηδων, την αλληλοεξόντωση για κτηματικές διαφορές των Συγγελάκηδων – Γρυλλάκηδων στον Αποκόρωνα, την ενδοοικογενειακή βεντέτα των Στριλιγγάδων στο Μυλοπόταμο Ρεθύμνου, των Μπονατάκηδων – Κουκουλάδων στα Περβολάκια Κισάμου, μέχρι τη βεντέτα των Μουζουράκηδων – Δικωνυμάκηδων στο Πάτημα, ο κύκλος αίματος σκέπασε τη γη με δεκάδες ταφόπλακες. Οικογένειες ολόκληρες ξεκληρίστηκαν, ο φόβος της αντεκδίκησης κυρίευσε τις μικρές τοπικές κοινωνίες και χωριά που άλλοτε έσφυζαν από ζωή κινδυνεύουν να σβηστούν από το χάρτη.